volume of breath per minute - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

volume of breath per minute - translation to ρωσικά

MEASURE OF WORDS PROCESSED IN A MINUTE, E.G. SPEED OF TYPING, READING OR MORSE CODE SENDING AND RECEIVING
Wpm; Word per minute; Characters Per Minute in Typing; Words-per-minute; Typing speed; Gwpm; Gross words per minute; Words a minute; Keystrokes per hour; Characters per minute

volume of breath per minute      
[биол.] объем дыхания минутный
wpm         

общая лексика

эксплуатационная пропускная способ

существительное

общая лексика

(столько-то) слов в минуту

синоним

words per minute

count per minute         
  • Geiger-Müller counter with dual counts/dose rate display measuring a "point source". The dose per count is known ''for this specific instrument'' by calibration
  • Graphic showing relationships between radioactivity and detected ionizing radiation.
  • Hand-held large area alpha scintillation probe under calibration using a plate source in close proximity to the detector.
UNIT OF IONIZING RADIATION AS MEASURED BY A SPECIFIC DETECTOR
Disintegrations per minute; Disintegrations a minute; D.p.m; Counts per second; Count per minute
число импульсов в минуту, имп/мин

Ορισμός

внутрь
1. нареч.
1) а) В пределы, в глубь чего-л. (противоп.: наружу).
б) В организм человека или животного (обычно через пищеварительный тракт).
2) перен. В глубину души, сознания, в себя.
2. предлог
(а также разг.-сниж. вовнутрь)
с род. пад. Употр. при указании на: 1) направление движения или действия в пределы, в глубь чего-л.; 2) психические процессы, происходящие в сознании человека, или скрытость чувств.

Βικιπαίδεια

Words per minute

Words per minute, commonly abbreviated wpm (sometimes uppercased WPM), is a measure of words processed in a minute, often used as a measurement of the speed of typing, reading or Morse code sending and receiving.

Μετάφραση του &#39volume of breath per minute&#39 σε Ρωσικά